Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Μυσῶν ἔσχατος

См. также в других словарях:

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • Μυσός — (II) Μυσός, ὁ (ΑΜ) ο κάτοικος τής Μυσίας αρχ. παροιμ. φρ. α) «Μυσῶν λεία» λεγόταν για πράγμα που είναι εκτεθειμένο στη διάθεση όλων και επομένως υπόκειται ατιμωρητί σε λαφυραγωγία β) «ὁ Μυσῶν ἔσχατος» ο πιο ευτελής από τους ανθρώπους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»